Τρία γουρουνάκια, τρία αδερφάκια… πήραν την απόφαση να κάνουν νοικοκυριά, μιας και ο παλιόλυκος τους είχε σπάσει τα νεύρα για τα καλά!
«Έχουμε πρόβλημα αδερφάκια κινδυνεύουμε από ασύμμετρες απειλές και πρέπει να θωρακιστούμε, πριν ο στρατηγός άνεμος όπως έλεγε και ο Βύρων, μας τα ρημάξει όλα!»
«Και τι προτείνεις μεγάλε αδερφέ;» τον ρώτησε το μεσαίο γουρουνάκι.
«Να φτιάξουμε από ένα σπίτι ο καθένας μας, να βάλουμε το κεφαλάκι μας κάτω από μια κεραμίδα…» του απάντησε. Μα το τρίτο γουρουνάκι πετάγεται και τον ρωτάει με τη σειρά του.
«Εγώ που θέλω ένα με γουρονοπισίνα και τζακούζι, γίνεται;»
Τα γουρουνάκια έβαλαν τα γέλια, με το μεγαλύτερο να του χαϊδεύει το κεφαλάκι και να τον ορμηνεύει…
«Μέτρον άριστον αδερφέ μου, αν θες να κάνουμε προκοπή».
«Και τι είναι η προκοπή; Δεν την έχω ξανακούσει εδώ στο δάσος της παράκρουσης και της υπερβολής. Είναι καμιά νέα γουρουνόπιτα με νεροκολοκύθα και πίτουρα;» τον ρώτησε με απορία. Το δεύτερο ξεσπάει σε δυνατά γέλια και εκείνο τον στραβοκοίταξε!
«Όχι αδερφέ μου, δεν είναι τροφή. Είναι όμως κάτι, που αν το καταφέρεις, θα έχεις συνέχεια τροφή. Όπως έλεγαν και οι άνθρωποι, όταν είχαν ακόμα μυαλό, των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν… αλλά και το ασύλληπτο, στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Τώρα, τους βλέπεις πως κατάντησαν. Αξιολύπητοι και μοχθηροί ο ένας απέναντι στον άλλον, με τάσεις αυτοκαταστροφής και κοινωνικής εξαθλίωσης. Για δες τους προσεκτικά και θα καταλάβεις. Όταν τα είχαν όλα, δεν είχαν μυαλό να τα κρατήσουν! Και τώρα που αρχίζουν να στύβουν την κούτρα τους για να βγουν απ’ την εξαθλίωση, δεν έχουν τίποτα. Γι’ αυτό εμείς, πρέπει τώρα να φτιάξουμε τα σπιτάκια μας, για να βάλουμε αργότερα μέσα τις οικογένειές μας…», του τόνισε και πριν προλάβει εκείνο να του απαντήσει, άπλωσε κάτω στο έδαφος κάτι μεγάλα χαρτιά με σχέδια και κουνώντας το χέρι του, τους έκανε νόημα να πάνε κοντά του.
Τα γουρουνάκια τον πλησίασαν και κάθισαν δίπλα του, ακούγοντας προσεκτικά τα όσα τους έλεγε, μέχρι που η κουβέντα έφτασε στον ΕΝΦΙΑ και στο κατά πόσο έπρεπε να δηλώσουνε τα σπίτια τους στην Εφορία.
«Εμένα τόσα χρόνια, όλοι ξέρουν ότι ο κακός λύκος μου το γκρέμιζε με ένα φύσημα, γιατί ήταν από άχυρα. Τώρα θα μου το ονομάσουν και ακίνητο;» τους ρώτησε το μεσαίο γουρουνάκι, με το τρίτο να πετάγεται και να λέει τα δικά του…
«Παιδιά, ελάτε τώρα που θα τα δηλώσουμε. Πλάκα κάνουμε; Ξυλοκατασκευές θα πούμε είναι και αν μας ζορίσουν, θα τα φορτώσουμε όλα στο λύκο. Πως αυτός δηλαδή μας ανάγκασε να τα φτιάξουμε, με φτηνά εργατικά χέρια και με δίχως ασφάλιση, για να ξεπλύνει το μαύρο χρήμα που έβγαζε από τα τόσα παραμύθια που εμφανίζεται, ο άτιμος…»
Τ’ αδέρφια του γύρισαν και το κοίταξαν χαμογελώντας, με το μεγάλο γουρουνάκι να παίρνει τη μεγάλη απόφαση.
«Έχεις δίκιο. Πάμε να φτιάξουμε ένα και καλό να μείνουμε όλοι μαζί και αν όλα πάνε καλά, φτιάχνουμε και τα υπόλοιπα. Εξ’ άλλου και ο λύκος δεν μας φταίει σε τίποτα να τον τρέχουμε αριστερά δεξιά, λες και είναι βλάκας. Αρκετά έχει ξεφτιλιστεί τόσα χρόνια. Και όσο για τον ΕΝΦΙΑ, σήμερα είναι, σε μερικά χρόνια, ούτε που θα τον θυμόμαστε! Τόσα και τόσα έχουμε ξεχάσει, αυτό θα μας μείνει χαραγμένο στη μνήμη; Αποκλείεται… Και στην τελική, άλλο είναι να τα βάζεις με τα ντουβάρια και άλλο με μια ύπαρξη, όποια και αν είναι αυτή…»
Γιατί έτσι είναι…
(Από την συλλογή χρονογραφημάτων μου: «Φύλλο Συκής»)