istockphoto-1203382498-612×612

Έτσι την πάτησε και η φίλη μου η Φωτεινούλα…

Χρόνια ταγμένη ήταν στον άντρα της ζωής της, εκείνο το ρεμάλι της Λιοσίων, που από το πρωί μέχρι το βράδυ μπεκρόπινε συντροφιά με της κυρίες των μπορδέλων, απλώνοντας το χεράκι του όταν του το επέτρεπε η κουβέντα στον πισινό της καθεμίας, που περίμενε τον επόμενο πελάτη.

Ψόφιος γύριζε στο σπίτι, μ’ ένα στομάχι άδειο, όπως και η τσέπη του…

Με το που πάταγε ο αχαΐρευτος το πόδι στο σπίτι, ήθελε τις παντόφλες να τον περιμένουν, το ζεστό νερό στο μπάνιο να είναι έτοιμο και σε σωστή θερμοκρασία, για να μην τσουρουφλιστεί… τα καθαρά του ρούχα πάνω στο κρεβάτι, αλλά και το ζεστό του το φαγητό, δίχως καθυστέριση.

Όλα για τον πασά να τα έχει έτοιμα  η Φωτεινούλα. Είχε δεν είχε όρεξη, του ικανοποιούσε και τα σεξουαλικά του πάθη και τις διαστροφές, μιας και η κολώνα του σπιτιού της, είχε φαντασία!

Όσο για εκείνη, όλα στο μηδέν…

Ποτέ δεν θέλησε να της κάνει ένα παιδί που τόσο το ποθούσε, ποτέ δεν την έβγαλε έξω για έναν καφέ, αλλά ούτε και στην εκκλησία δεν της επέτρεπε να πάει, καθώς θεωρούσε πως η συχνή επικοινωνία με τα «Θεία», αποχαυνώνει το νου.

Είχε το «στανταράκι» του ο τύπος και καμάρωνε γι’ αυτό, μιας και ήταν ο άντρας ο βαρύς, που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ο άντρας που είχε υποτάξει κατά τα δικά του δεδομένα και πρότυπα τον σατανά που ακούει στο όνομα γυναίκα και αυτός γελούσε με τα ρεζιλίκια των άλλων, όταν κυκλοφορούσε στην πιάτσα το νέο «κέρατο»!!!

Βλέπεις ήταν τυχερός, αφού το δικό του το ζαβό, ήταν κάτι σαν την Κοκκινοσκουφίτσα…

Γιαγιά – σπίτι, σπίτι – γιαγιά.

Για τίποτα άλλο δεν είχε σκέψη, για τίποτα άλλο δεν σκότιζε το νου της η Φωτεινούλα μου, παρά μόνο να μην έρθει ο αχαΐρευτος και δεν τα βρει όλα στην εντέλεια! Μέχρι και το χαρτζιλίκι, του είχε έτοιμο κάθε πρωί πάνω στη σερβάντα. Βλέπεις η κοκόνα του ήταν καλή κομμώτρια και είχε συνέχεια πελάτες στο σπίτι της.

Στόμα είχε, μα μιλιά δεν είχε. Και αν της έλεγε και καμιά κουβέντα, αυτή έσκυβε το κεφάλι και με τα μάτια δακρυσμένα, πήγαινε στο κρεβάτι και πλάνταζε στο κλάμα. Κι αυτό όμως σιωπηλά το έκανε, γιατί τον ενοχλούσε ο θόρυβος!!!

Μην ξεχνάμε όμως, πως η φιλοσοφία της δουλειάς του, δεν του επέτρεπε εκνευρισμούς και εντάσεις…

Τι; Τι δουλειά έκανε εκείνος; Μπογιατζής ήταν, αλλά δήλωνε καλλιτέχνης… και ήταν επιλεκτικός στις δουλειές του.

Από τα μπουρδέλα της Λιοσίων, στα μεγάλα σαλόνια.

Όμως, τα παιχνίδια της μοίρας ουδείς γνωρίζει, και ουδείς τα ορίζει και έτσι δεν άργησε να έρθει η μέρα που συνέβη το μοιραίο…

Ένας κύριος της χτύπησε την πόρτα για να τον κουρέψει, αφού είχε ακούσει τα καλύτερα για εκείνη, όπως της είπε.

Τα πόδια της κόπηκαν από την ώρα που τον αντίκρυσε, λες και είχε πάνω του κάτι το μοναδικό.

Λεπτό δεν πήρε τα μάτια της από πάνω του, με το άρωμα που φορούσε να την έχει μαγέψει, αισθανόμενη παράλληλα τον ιδρώτα να κυλάει στο κορμί της και να την τρελαίνει, όσο εκείνος της χαμογελούσε γλυκά μέσα από τον καθρέφτη.

Και όταν σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί της, χαμήλωσε τα μάτια, και του είπε το πιο γλυκό ευχαριστώ, που είχε πει ποτέ στη ζωή της.

Σε μια στιγμή που της έπιασε το χέρι για να της δώσει τα χρήματα, η ανάσα της κόπηκε για μερικά δευτερόλεπτα… και επανήλθε μόνο όταν έφυγε και έκλεισε πίσω του την πόρτα…

Η Φωτεινούλα κάτι ένιωσε εκείνο το πρωινό, αλλά δεν ήθελε να το αναλύσει, γνωρίζοντας για τα καλά, τη μοίρα και το ριζικό της.

Με το που θα γύριζε ο δικός της, όλα θα γινόντουσαν μαύρα, όλα θα κυλούσαν κάτω από τις ιδιοτροπίες και τα περίεργά του.

Όμως η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν κράτησε για πολύ. Προς μεγάλη της έκπληξη, ο άντρας μετά από δύο μέρες την ξαναεπισκέφτηκε απροειδοποίητα, με το πρόσχημα ότι είχε ερεθιστεί το πρόσωπό του και δεν ήθελε να ξυριστεί μόνος του!

«Θα ήταν υπερβολή να σας ζητήσω, να με ξυρίσετε;» της είπε μες την ευγένεια, με τα μάτια του να μη φεύγουν ούτε λεπτό πάνω από τη χαραμάδα που άφηνε η ανοιχτή ρόμπα που βιαστικά είχε ρίξει πάνω της και γλυκοπρόβαλε το πληθωρικό της στήθος.

Του απάντησε καταφατικά κουνώντας το κεφάλι της δείχνοντάς του με το ένα χέρι να περάσει στο δωμάτιο και με το άλλο να προσπαθεί να καλύψει τη «γύμνια» της.

«Μισό να πάω να ετοιμαστώ», του  ζήτησε ευγενικά και αστραπιαία πήγε φόρεσε μια μπλούζα, και επέστρεψε.

«Έτοιμη», του είπε και όσο εκείνος τη χάζευε μέσα από τον καθρέφτη, του έβαλε την πετσέτα και με το πινέλο άρχισε να τον σαπουνίσει, με τους χτύπους της καρδίας της, έτοιμους να την πνίξουν.

«Αχ», έκανε εκείνος, βλέποντας λίγο αίμα να εμφανίσετε στο λαιμό του, με τη Φωτεινή να το σκουπίζει βιαστικά ζητώντας του πανικόβλητη συγγνώμη.

Εκείνος της χαμογέλασε και δίχως ντροπές της έπιασε τους γοφούς και να την τράβηξε στην αγκαλιά του.

Η ανάσα της κόπηκε, το ίδιο και τα πόδια της, όσο εκείνος την παρέσυρε στον κόσμο της ηδονής, φιλώντας την και χαϊδεύοντας όλο το κορμί της, μέχρι που δεν άργησαν να πέσουν στο κρεβάτι…

Από εκείνη τη μέρα, όλα άλλαξαν για τη Φωτεινούλα μας. Ξανάνιωσε  γυναίκα, ξαναπόκτησε αξία αυτό που μέχρι χθες το είχε παροπλισμένο και βίαια προσβάσιμο μόνο σ’ εκείνον, τον αχαΐρευτο μπογιατζή της!

Ένα μήνα της πήρε για να κάνει την επανάστασή της. Ούτε μέρα παραπάνω…

«Γιατί γύρισες τέτοια ώρα;»

«Γιατί βρομοκοπάς και τα ρούχα σου είναι γεμάτα πατσουλοαρώματα; Γιατί;», ήταν μερικά από τα ερωτήματα της σύγχρονης Κοκκινοσκουφίτσας, που ναι μεν ξάφνιασαν τον αχαΐρευτο, αλλά που η ίδια δεν του άφησε το περιθώριο να απαντήσει, καθώς η απόδραση της Φωτεινούλας… ήταν σε νεκρό χρόνο!

Την ώρα που έπαιρνε το λουτρό του…