κοκκινοσκουφίτσα

Είδε κι αποείδε η δόλια η Κοκκινοσκουφίτσα με τα πήγαινε –  έλα χρόνια στη γιαγιά της μ’ εκείνο το καλαθάκι με τον παστουρμά, το τζατζίκι, την πρασόπιτα, το γκιούλπασι και το τυρόψωμο… κι έτσι, μια ωραία πρωία, τα τίναξε όλα στον αέρα!

«Έλα, πέρασε η ώρα…», της φώναξε η μάνα της, την στιγμή που έπινε την τελευταία γουλιά από τον καπουτσίνο της, μ’ εκείνη να υψώνει το φρύδι και να τινάζεται όρθια, λες και την χτύπησε το ρεύμα και να την πλησιάζει με το ανάλογο «επαναστατικό» ύφος.

«Πλάκα μου κάνεις τώρα έτσι; Πας καλά; Όχι πες μου για να καταλάβω δηλαδή! Ήσουνα νια και γέρασες μ’ αυτή την ιστορία… Ούτε ο Φώσκολος δεν θα έγραφε τέτοια ιστορία! Έλεος δηλαδή… Άλλα τι να πω. Ίδια η μάνα σου! Το πώς ζει, μόνο ένας Θεός το ξέρει κι εκείνος όμως, ντρέπεται να μας το πει, μήπως και μας πληγώσει. Έχει κουραστεί ο κόσμος μαζί της!!! Μέχρι κι ο Μητσοτάκης, βρε κυρά μου… κουράστηκε και έφυγε πριν απ’ αυτήν. Έλεος δηλαδή».

Η μάνα της, αφού πέρασε το αρχικό σοκ της αυθάδειας, την απώθησε από κοντά της και της απάντησε με αυστηρό ύφος, σίγουρη πως θα την συνετίσει.

«Σα δε ντρέπεσαι να μιλάς έτσι για την γιαγιά σου. Τη γυναίκα που αν και ξαπλωμένη, χρόνια τώρα μας ταΐζει, μας ντύνει, μας ποτίζει! Τη ζωή της θυσίασε για να μη μας λείψει τίποτα, αχάριστη. Ξεχνάς μου φαίνεται  ότι με αυτή την ιστορία μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Άνθρωποι ταυτίστηκαν μαζί μας και μέχρι και στις Απόκριες, όλα τα κοριτσάκια… κοκκινοσκουφίτσες ντύνονται για να την τιμήσουν».

«Α, καλά, δεν έχεις πάρει μυρωδιά τίποτα εσύ; Για να προκαλούν τ’ αγοράκια ντύνονται έτσι τα πιπινάκια, αθώα μου μανούλα… Για να τις χουφτώνουν και να ζουν το ερωτά τους το κάνουν, όσο πιο πιπεράτα μπορούν. Το κατάλαβες ή να στο ζωγραφίσω; Και όσο για το παραμύθι, αυτό πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Στερήθηκα την αγκαλιά του πατέρα μου, το παιχνίδι με τ’ άλλα παιδιά, τις διακοπές μου… τα παιδικά μου χρόνια και τόσα όλα! Και στο φινάλε… όλα τα παιδάκια τώρα έχουν άλλους ήρωες που αγαπάνε. Δε βλέπεις κάθε πρωί τι γίνεται με τη Barbie, την Έλσα με την Άννα, τις Winx, την Πέπα το γουρουνάκι και τόσα όλα καρτούν; Και στο φινάλε, δεν θέλω να γίνω γραφική και από αγαπημένη φιγούρα, ξαφνικά να με μισήσουν όλοι…», πρόσθεσε η κοπέλα, προβληματίζοντας την μητέρα της.

«Δεν είναι έτσι καρδούλα μου, θα πληγώσεις κόσμο…», επέμενε να της λέει εκείνη, με την Κοκκινοσκουφίτσα να κόβει βόλτες μες το δωμάτιο…

«Δε γουστάρω να είμαι η χαζή της ιστορίας, που την κοροϊδεύει ένας γερόλυκος, με τη γνωστή πλέον εξέλιξη, μα και κείνο το ηλίθιο στυλάκι… γιαγιά γιατί έχεις τόσο μεγάλα νύχια και τις τόσες άλλες αηδίες. Ξενέρωσα, σου λέω… Αλήθεια, εγώ πότε θα γίνω μάνα;», την ρώτησε στο τέλος αγανακτισμένη, με τη μάνα της να μην της λέει κουβέντα.

«Άκου λοιπόν αυτό που θα σου πω. Τους μαζεύεις όλους εδώ… τους σερβίρουμε brunch και τους ανακοινώνουμε τα καθέκαστα. Η παράσταση κάπου εδώ, τελειώνει. Το κατάλαβες;»

Εκείνη την κοίταξε για λίγο σα χαμένη, με την ελπίδα πως όλα αυτά που της έλεγε ήταν μια από τις συνηθισμένες εφηβικές εκρήξεις της, αλλά βλέποντας ότι δεν υπήρχε πρόθεση ν’ αλλάξει άποψη, την πλησίασε και σταυρώνοντας τα χέρια της, την ρώτησε με ύφος ολίγον τι χαζό…

«Και τι θα τους σερβίρουμε είπες;»

«Brunch βρε μάνα, brunch. Omg… που ζεις;» την ρώτησε, με μάνα της όμως, να συνεχίζει να μην καταλαβαίνει και κάνοντας βόλτες μες το δωμάτιο, έφερνε βόλτα στο μυαλό της αυτό το ακαταλαβίστικο που της είχε είπε η κόρη της, μέχρι που δεν άντεξε και την ρώτησε…

«Και δε μου λες βρε κοριτσάκι μου, στο Θεό που πιστεύεις, θα τους κουβαλήσουμε εδώ… μετά από τόσα χρόνια και θα τους ταΐσουμε μπάρες ή όπως αλλιώς τα λες;»

«Α καλά… σίγα μην τους δώσουμε και μούσλι. Τα brunchρε μάνα, έτσι για να μαθαίνεις, είναι τ’ αποφάγια της προηγούμενης μέρας πασαλειμμένα με γδαρτά αυγά και ότι άλλο έχεις στο κονάκι σου. Είναι δήθεν κουλτουριάρικη και γκλαμουρίστικη φιλοσοφία, έτσι για να γλεντάς τη φτώχεια σου και να το παίζεις in απέναντι στους άλλους, τους δήθεν νεόπλουτους των μεταξωτών βρακιών και των αφράτων πισινών από το καθισιό του καναπέος. Το κατάλαβες;»

«Τι να σου πω παιδάκι μου! Από τότε που άρχισες να βλέπεις εκείνα τα μεσημεριανά, έχασες το γούστο σου. Τη μια κάθεσαι στη μπανιέρα με τις ώρες κάνοντας αρωματοθεραπεία τσίτσιδη και με φέτες από αγγούρι στα μάτια. Την άλλη ξεβράκωτη κάθεσαι διπλωμένη με τα πόδια στο κεφάλι και κάνεις μαγιόρκα με τις ώρες, τι να σου πω. Απηύδησα η δόλια, που λέει και η Βίκυ Φλέσσα, εκείνη η κολλητή του Μπαμπινιώτη. Κάνε ότι θες… αρκεί να τους ενημερώσεις να έρθουν».

Η Κοκκινοσκουφίτσα χαμογέλασε, έβγαλε το κινητό από την τσέπη της και παίρνοντάς τους έναν-έναν με τη σειρά, τους κάλεσε όλους στο σπίτι για μεσημεριανό και αφού τελείωσε, πήγε μέχρι το κομμωτήριο να βάψει ρίζα, αφήνοντας τη μάνα της να μαζέψει τα απομεινάρια της χθεσινής βραδιάς, και να φτιάξει τα βασικά.

Και μέχρι να περάσει και κανά δυό ανταύγειες, ξεφυλλίζοντας όλα εκείνα τα κουτσομπολίστικα περιοδικά της εγχώριας «ποιοτικής» αγοράς… ξέρεις, εκείνα που λανσάρουν ως «πρότυπα», όσους και όσες έχουν σωματικά και μόνο προσόντα… οι καλεσμένοι έφτασαν στο σπίτι, με πρώτο και καλύτερο τον κακό τον Λύκο, δεύτερη την Γιαγιά, τον συγγραφέα και τελευταίο όπως πάντα, τον Κυνηγό, πειράζοντας όλους με τα χωρατά του, μα πιο πολύ, το κολλητάρι του, τον Λύκο.

Κι έτσι πέρασε η ώρα και όταν ήρθε εκείνη και κάθισαν όλοι στο τραπέζι, άρχισαν να τσιμπολογάνε τα brunch της «νεαράς», κάνοντας όπως ήταν αναμενόμενο, τις σχετικές ερωτήσεις…

«Μμμμ, νόστιμα πράγματα έχεις σήμερα κοκόνα μου. Αυτά να φέρνεις στη γιαγιά σου Κοκκινοσκουφίτσα μου, από δω και πέρα… Μπούχτισα τόσα χρόνια με τις πατάτες γιαχνί, το αλάδωτο κουνουπίδι και το ανάλατο κοτόπουλο…», της είπε ο Κυνηγός, βάζοντας στο στόμα του ότι έβρισκε μπροστά του.

«Χρυσοχέρα μου εσύ… Χαλάλι τα χρόνια που έμεινα στο κρεβάτι. Να κρατήσεις να μου φέρεις και αύριο λιγάκι. Α, μην ξεχάσεις να μου φέρεις και τη λακ που σου είπα, γιατί με την υγρασία που έχει αυτό τον καιρό… έχουν κατσαρώσει οι τρίχες στο κεφάλι μου».

«Έχεις βάλει και γκούτσι μπέρι βλέπω στο φαγητό ή κάνω λάθος, γλυκιά μου;» ρώτησε ο κυνηγός με την Κοκκινοσκουφίτσα να βάζει τα γέλια.

«Όχι καλέ, Αρμάνι έχω βάλει… Αει τρομάρα σου, που μου ’μαθες και από μαγειρική», του απάντησε και πριν προλάβουν να βγάλουν κιχ, τους σέρβιρε το κυρίως πιάτο!

«Αγαπούλες, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Μάκης… σας μάζεψα όλους εδώ σήμερα, όχι για να φάμε, να τα πιούμε και να γλεντήσουμε, αλλά για να σας ενημερώσω για το τέλος των εργασιών του παραμυθιού, που μια ζωή ο Αλέκος, για να μην το πω αλλιώς και σοκαριστείτε, ήμουν εγώ. Βλέπετε πλέον τα πράγματα δυσκόλεψαν. Μεταφορές δίχως δελτίο παροχής υπηρεσιών δεν γίνονται. Κοριτσάκια στο δάσος πλέον δεν κυκλοφορούν, γιατί δάση δεν υπάρχουν! Απονήρευτα παιδιά, επίσης δεν υπάρχουν για να πιστέψουν τα χαζά περί  γιαγιάς με μεγάλα φρύδια και τα σχετικά και ως εκ τούτου, η παράσταση έλαβε τέλος…», είπε και ελάλησε, με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές του παραμυθιού να την κοιτάζουν για λίγα λεπτά της ώρας σαν χάνοι, μέχρι που πήρε το λόγο ο Κυνηγός, καθώς σηκώθηκε όρθιος.

«Γλυκιά μου κοπέλα, αν κατάλαβα καλά, θέλεις να δώσεις ένα τέλος στο παραμύθι… Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό. Μας σκοτώνεις… Σε λίγα χρόνια παίρνω σύνταξη. Λυπήσουμε. Τι θα κάνω τώρα στα εξήντα μου, άμα βγω στο δρόμο; Ποιός θα με πάρει στη δούλεψή του;»

«Αυτά να τα σκεφτόσουνα πριν, που ξεροστάλιαζες έξω από το σπίτι της γιαγιάς και που περίμενες να φύγουν όλοι, για να μπεις μέσα και να χορτάσεις τα χάδια της και τις λιχουδιές της. Έτσι δεν είναι Κυνηγέ μου, ή μήπως κάνω κανά λάθος;» τον ρώτησε, με ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα, αναγκάζοντας τον άντρα, να σκύψει το κεφάλι και να ξανακαθίσει στην καρέκλα του, χαϊδεύοντας αμήχανα το μουστάκι του.

«Εξάλλου, χαμένος δεν θα πας. Υπάρχει το πρόγραμμα της ΔΥΠΑ 55-67, που θα σε καλύψει απόλυτα. Όσο για σένα γερόλυκε, μην τα ξαναπούμε. Μια ζωή λαμόγιο και γλύφτης του κερατά ήσουνα. Ότι κομπίνα υπήρχε στην αγορά, ήξερες να χώνεις την ουρά σου. Πάντως εγώ για παιδεραστία, δεν θα σε κατηγορήσω. Κύριος ήσουν, αλλά… μεγάλο λαμόγιο, για να περάσω στη γιαγιά, που δεν την αδικώ. Βγήκε από νωρίς στη σύνταξη ως ανειδίκευτη μοδίστρα της Πράσινης φρουράς, μας τάϊζε με τα λεφτά της, μιας και η κόρη της, ναι η γλυκιά μου μανούλα αποποιήθηκε το γάμο της με τον πατέρα μου και από τότε η γιαγιάκα το’ χει… από το κρεβάτι στη ντουλάπα και από εκεί στην αγκαλιά του κυνηγού, έτσι για να δώσει χρώμα στη ζωή της και πνοή κάτω απ’ τα σεντόνια της. Κατά τ’ άλλα… κυρία. Όσο για τον συγγραφέα, αυτός νομίζω πως πρέπει να απολογηθεί για όλα, για την ψυχική οδύνη που έσπειρε σε τόσες γενιές παιδιών!».

Ο συγγραφέας εξαιρετικά αμήχανος, δεν ήξερε τι να πει…

«Γιατί πρέπει να απολογηθώ; Τι το διαφορετικό έκανα απ’ αυτούς που γράφουν τα σχολικά βιβλία; Εντολές εκτελούσα. Έπρεπε να προετοιμάσω τα παιδιά για όσα θα πάθουν μεγαλώνοντας… Ό κακός ο λύκος για παράδειγμα, υπάρχει και θα υπάρχει σε κάθε τους βήμα, με πολλές μορφές. Το ίδιο και οι ανεύθυνοι γονείς… Έπρεπε λοιπόν να μάθουν πως θα ζήσουν μόνα και ανυπεράσπιστα, απέναντι σε κάθε λογής κινδύνους. Αυτό είναι το νόημα του παραμυθιού…»

«Βέβαια, μόνο μια ανεύθυνη μάνα θα άφηνε ένα μικρό παιδάκι να διασχίσει μόνο του το δάσος…» είπε η κόρη κοιτώντας με σημασία την μάνα της.

Κάτι πήγε να πει εκείνη, αλλά βλέποντας τη γιαγιά να σηκώνεται και να πηγαίνει και ν’ αγκαλιάζει την εγγονή της, γέμισε το στόμα της μ’ ένα κρουασανάκι με γέμιση παπαρουνομουστάρδας και σιώπησε!

«Κοριτσάκι μου δεν σε αδικώ. Θέλεις και συ να ζήσεις τη ζωή σου. Όμως μην ξεχνάς ότι κάποιοι ζουν με τα παραμύθια, παραμυθιάζοντας τον εαυτό τους, με κάθε λογής φαντασίωση και ψεύτικα μέσα. Εμένα καλό θα μου κάνεις, μιας και τα τελευταία χρόνια ήθελα να κάνω μια ψιλοανακαίνιση στο σπίτι, αλλά και να σου πω, έχω κουραστεί να τινάζω τις τρίχες του Λύκου απ’ τα σεντόνια μου. Όσο για τα παιδάκια… εσύ θα είσαι πάντα η αγαπημένη τους, μέχρι να μεγαλώσουν και να καταλάβουν. Γι’ αυτό, αφού φάνε τον περίδρομο, θα τους πάρω και θα φύγουμε και συ καλή τύχη όπου κι αν πας…».

Την πήρε στην αγκαλιά της, την φίλησε, έβγαλε το σταυρό που κρεμόταν στο λαιμό της και αφού τον φέρεσαι στην Κοκκινοσκουφίτσα, πήγε και αγκάλιασε την κόρη της, ψιθυρίζοντάς της:

«Όλα τα ωραία, κάποια στιγμή τελειώνουν. Η μαγκιά είναι να είσαι έτοιμη γι’ αυτό που θ’ ακολουθήσει!»