Κάποτε η ζωή στην Ελλάδα είχε άλλον ρυθμό και παλμό. Όταν λέγαμε ότι βγαίνουμε έξω για να διασκεδάσουμε και να περάσουμε καλά, τρία ήταν τα στανταράκια: παραγγέλναμε και μας άρεσε να είχαμε γεμάτα τραπέζια, κουβεντιάζαμε και γελούσαμε δυνατά δίχως να προσβάλουμε κανέναν, πίναμε την Άρτα και τα Γιάννενα δίχως να κοιτάμε το ρολόι ή το πορτοφόλι. Όλα ήταν μαγικά…
Οι μερίδες ήταν γενναιόδωρες, ο κόσμος το απολάμβανε και τα όνειρα βρε αδερφέ, ήταν ακόμα ζωντανά.
Σήμερα, που τέτοια τύχη!
Το «ολόκληρο» έγινε ύποπτο. Σχεδόν απρεπές…
Ούτε σαν παραμύθι δεν μπορείς να παρουσιάσεις εκείνες τις εποχές, ούτε σαν ανέκδοτο, μιας και η νέα τάση λέγεται «μισή μερίδα». Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Στην εστίαση, πολλά μαγαζιά πλέον προσφέρουν «μισές μερίδες» ή μικρότερα πιάτα, ώστε να παραμείνουν προσιτά στους πελάτες τους.
Στα σούπερ μάρκετ υπάρχουν προϊόντα σε μικρότερες συσκευασίες, δεύτερης και τρίτης ετικέτας, όπως και στην καθημερινότητα όλα είναι μισά και με το σταγονόμετρο: μισή βενζίνη, μισή διασκέδαση, μισή καλοπέραση, όλα με φειδώ.
Αν το θέλετε και πιο σκληρό, σε συμβολικό επίπεδο, μισές ευκαιρίες, μισή ελπίδα, μισή αξιοπρέπεια, μισό μέλλον για τα παιδιά μας!!!
Η μισή μερίδα μας αρέσει δε μας αρέσει, έγινε στάση ζωής. Γιατί δεν είναι μόνο το φαγητό που μικραίνει, είναι κι οι προσδοκίες, οι δυνατότητες, οι ευκαιρίες όπως προανέφερα, καθώς όλα προσαρμόστηκαν στην πραγματικότητα του «να τη βγάλουμε καθαρή».
Είναι, με λίγα λόγια, μια έκφραση που καταλήγει να είναι πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο, όχι μόνο για το οικονομικό αδιέξοδο, αλλά και για την «ψυχολογική κόπωση» της κοινωνίας.
Μα το πιο ανησυχητικό δεν είναι που τρώμε μισή μερίδα. Είναι που μάθαμε να τη χωνεύουμε…