Σε μια κοινωνία που έχει γεμίσει «κυρ-Παντελήδες», τίμιους και σωστούς νοικοκυραίους που ακόμα κι αν ο κόσμος δίπλα τους γκρεμίζεται, εκείνοι κλείνουν πεισματικά τα μάτια και τα αφτιά τους, λες και η αδικία χτυπά μόνο αυτούς που ακούν και βλέπουν, ζει και ο Παντελής (τυχαίο; Ίσως…) του Παύλου Ανδριά. Πώς να μην σιγοτραγουδήσεις: «Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή σκεύρωσες, σάπισες στο μαγαζί, τη νιότη ξόδεψες και την ορμή, για τη δραχμή, για το πετσί, δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός».
Με μαεστρία τον τοποθετεί στη «λήθη των φελλών» άνεργο, ο Παύλος. Με πολυφωνία και καλύπτοντας όλες τις οπτικές γωνίες και τις ταξικές σκέψεις για την ανεργία, δεν θα σου δώσει μασημένη τροφή.
Ένα έργο ρεαλιστικό, καταιγιστικό που θα σε κάνει στα σίγουρα, έστω και για λίγο (ή πολύ) να ταυτιστείς. Ακόμα κι αν δεν υπήρξες ποτέ «κυρ-Παντελής». Ακόμα κι αν δεν υπήρξες ποτέ άνεργος. Ακόμα κι αν δεν επαναπροσδιόρισες τη ζωή σου. Ακόμα κι αν δεν είχες δίπλα σου φίλους να στηρίζουν ή να σε αδειάζουν. Ακόμα κι αν έχεις κάποιον να σου θυμίζει τους στίχους του Πάνου Τζαβέλλα:
«Ξέρεις πως δώσανε κυρ-Παντελή
Άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
Να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί
Να φας και ‘ συ κυρ-Παντελή;
Κι εσύ τι έδωσες κυρ-Παντελή;
Πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη;
Πες μας τι άφησες κληρονομιά
Που να εμπνέει τη νέα γενιά;»…
Ή που να μην τους ξέρει καθόλου.
Ακόμα κι αν συζητάς για τα κοινωνικά φαινόμενα επιστημονικά, πολιτικά, ιδεολογικά ή απλώς καφενειακά…
Ακόμα κι αν δεν υπήρξες ποτέ «Άνεργος στη λήθη των φελλών».
Εγώ απλά ξεκίνησα να το διαβάζω κι έχασα ένα ραντεβού, έκαψα το φαγητό και παραλίγο να χάσω και το μάθημα, γιατί δεν σηκώθηκα απ’ την καρέκλα πριν το τελειώσω…