,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,3pbg

«Ανεργία! Η σκόπιμη λεηλασία των ανθρώπων της μεταπολεμικής εποχής. Η χειραγώγηση των αναγκών, της κατανάλωσης, ακόμα και των συναισθημάτων μας! Κάποιοι αποφασίζουν για μας, μας θέλουν αναλώσιμους με ημερομηνία λήξεως! Θέλουν μαριονέτες υποταγμένες να μπορούν ανεμπόδιστα χωρίς αντιρρήσεις να εφαρμόσουν ό,τι εξοντωτικό έχουν προαποφασίσει για μας!».

Κάπως έτσι, αντί πρόλογου, ο φίλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Παύλος Ανδριάς ορίζει στην αρχή της επίκαιρης νουβέλας του για την ανεργία και τους στόχους των εχόντων πολιτική και οικονομική εξουσία στη χώρα μας. Το Άνεργος, στη λήθη των φελλών είναι το δέκατο κατά σειρά βιβλίο του Παύλου, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίαμβος του φίλου και συναδέλφου Αγησίλαου Καλαμαρά. Ένα σύντομο αλλά μεστό νοημάτων κείμενο, που θίγει το πρόβλημα της ανεργίας και τις συνέπειές του, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο  το άτομο.

«Είμαι άνεργος, με απέλυσαν». Συνειδητοποιώντας την πραγματικότητα ο Παντελής, ο ήρωας της νουβέλας , όταν ξεστομίζει αυτά τα λόγια στην οικογένειά του, τρελαίνεται. Προσπαθεί να κρύψει τη κακή του διάθεση και να διευθετήσει το πρόβλημα μόνος «κάνοντας τον κλόουν», αλλά μοιάζει «σα φάντασμα μέσα στο ίδιο του το σπίτι». Νιώθει «πως τον πρόδωσαν οι δυνάμεις του, πως όλα από τη μια στιγμή στην άλλη γκρεμίστηκαν σαν χάρτινος πύργος. Έρμαιο των φόβων και της ανασφάλειάς του, αποτυχημένος και ανίκανος να διαχειριστεί την επαγγελματική αποτυχία και να σκεφτεί καθαρά». Οι μέρες του κυλούν «βασανιστικά αργά, τελματωμένες, στην πλήρη αδράνεια». Φοβάται ότι θα τον παρατήσει η γυναίκα, χάνει την επαφή με τα παιδιά του, αλλά γίνεται «φίλος με το ποτό, επιθετικός κι εριστικός με όλους».

Ο Παντελής νιώθει να πέφτει στα μάτια όλων. Γίνεται ξαφνικά «από χρήσιμος, αόρατος». Οι μέχρι χτες φίλοι του, που «είναι για να σε στηρίζουν και να βάζουν πλάτη στα δύσκολα», όσο περνούν  οι μέρες, αποτραβιούνται από κοντά του λες κι έχει λέπρα. «Ούτε καλέσματα για έναν καφέ, μια βόλτα, για περπάτημα ή έστω για να παρακολουθήσουμε έναν αγώνα μπάσκετ ή ποδοσφαίρου στα γνωστά τους στέκια, κάτι που πριν γινόταν σε καθημερινή βάση» διαπιστώνει με λύπη ο Παντελής. «Κι οι συγγενείς έκοψαν κάθε επαφή μαζί μου, πιθανόν φοβούμενοι ότι θα τους γίνω βάρος ή θα τους ζητήσω δανεικά. Εκεί που μέχρι χτες άνοιγαν οι πόρτες, όλες έκλεισαν ερμητικά».

«Όταν είσαι άνεργος, κανένας από την κοινωνία και την Πολιτεία δε σε στηρίζει πραγματικά στο μαρτύριο που ζεις, γιατί κανένας δεν το έχει ζήσει» ομολογεί με πικρία ο Παντελής.  «Αλλά ξέρεις τι τους χαλάει όλους αυτούς που ασκούν εξουσία και λένε πως διοικούν; Ότι θα περάσει κάποιος από το γραφείο τους και θα τους χαλάσει τη μέρα λέγοντάς τους τα προβλήματά του». Πιστεύει πως συνήθως οι πολιτικοί μιλούν πάντα από θέση ισχύος. Ξέρουν να σε εξαπατούν, για να πάρουν την ψήφο σου, «γνωρίζοντας πως εξυπηρετώντας κάποια συμφέροντα, δε θα βρεθούν στη θέση που είμαι εγώ και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι». Ψάχνοντας για εργασία απορεί, όταν βλέπει ανθρώπους, που «δεν ήξεραν καν να μιλήσουν, να κατέχουν σημαντικές θέσεις». Κι αναρωτιέται αν μπορεί να ορθοποδήσει σε μια κοινωνία που επιπλέουν οι «φελλοί»…

Ας μείνουμε στις συνέπειες του προβλήματος, για να μην αποκαλύψουμε τη λύση του στο τέλος του αφηγήματος. Ας αρκεστούμε μόνο στο να αναφέρουμε  πως κλείνει με την αλήθεια της ζωής, που διατυπώνεται στα λόγια του κυρ Νίκου, πρώην εργοδότη του Παντελή: «τίποτα δεν είναι μόνιμο στη ζωή και γι’ αυτό πάντα να έχεις το νου σου. Η ζωή είναι γεμάτη κύκλους και κρίκους. Κλείνει ο ένας, ανοίγει ο άλλος. Την ευτυχία διαδέχεται η αποτυχία και γι’ αυτό, όταν έρθει εκείνη η στιγμή, πρέπει να είσαι έτοιμος να μη λιγοψυχήσεις και να το βάλεις στα πόδια».

Και κάτι τελευταίο, αισιόδοξο: ίσως η ανεργία είναι μια ευκαιρία να γνωρίσει ο Παντελής μια άλλη πλευρά του εαυτού του, όπως τον συμβουλεύει ο «φίλος» του ο Κοσμάς. «Μέσα από όλα αυτά έμαθες πράγματα για σένα. Γνώρισες τον εαυτό σου καλύτερα και μπήκες στη διαδικασία της αξιολόγησης, που λίγοι κάνουν στη ζωή τους. Κατάλαβες πως δεν είσαι μόνος και ότι μια αποτυχία δεν είναι ικανή να μας καταστρέψει τη ζωή…».

Γιώργος Αγγελόπουλος, ΜΔΕ φιλόλογος