Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Αρχιμήδης άκουγε τα ίδια λόγια από τη θεία Ισμήνη, η οποία χρησιμοποιώντας το φλιτζάνι του καφέ, του έλεγε να προσέχει και να προσέχει, σε βαθμό που του είχε κάνει τα νεύρα κρόσσια.
Αυτά σκεφτότανε καθώς κατέβαινε την ξύλινη σκάλα και χαμογελώντας άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο πεζοδρόμιο, με τον Αργύρη απ’ απέναντι, τον βιβλιοσκόνη, όπως τον αποκαλούσε, να του κουνάει το χέρι και να τον καλημερίζει…
«Καλημέρα ομορφόπαιδο…»
«Καλημέρα φίλε…», του απάντησε και τραβώντας με δύναμη την πόρτα του σπιτιού να κλείσει, έφυγε προς το πάρκο, εκεί που είχε παρκάρει τ’ αυτοκίνητο, δώρο της μαμάς… για να του γλυκάνει τον πόνο, όταν πούλησε το σπίτι τους για να επενδύσει στη βαρβατίλα του George, του κατά κόσμον «Γιώργης ο αντούβιανος», του νέου γκόμενου εξ Βύλιζας με το μουστάκι το τσιγκελωτό, που τη γαργαλάει και χάνει το φως της, κατά πως έλεγε στην αδερφή της!!!
Η απόσταση σπίτι – δουλειά, δεν ήταν μεγάλη και έτσι μέχρι ν’ ακούσει κανά δυό τραγούδια από καινούργιο mp3 που είχε γράψει, έφτασε στο παρκινγκ της εταιρίας και από εκεί στο γραφείο του και στη Δημητρούλα του…
«Καλημέρα μπουμπουκάκι μου…», της είπε γλυκά κλείνοντάς της το μάτι και συνέχισε το περπάτημα, μέχρι που μπήκε στο γραφείο του και κάθησε στην καρέκλα, αφήνοντας την κάρτα εισόδου, δίπλα στο pc του.
Και εκεί που σήκωσε τ’ ακουστικό του τηλεφώνου για να παραγγείλει τον καφέ του, τσούπ εμφανίστηκε η Δημητρούλα για να του πει στα κλεφτά πόσο τον αγαπάει, αλλά και να τον ενημερώσει ότι τον θέλει ο προσωπάρχης.
«Ο προσωπάρχης; Που με θυμήθηκε αυτός;» τη ρώτησε, κάνοντας ταυτόχρονα μια γκριμάτσα απορίας.
«Τι να σου πω μωρό μου. Στην είσοδο με πέτυχε με το που ήρθα και μου είπε να σ’ ενημερώσω…»
Ο Αρχιμήδης σηκώθηκε και αφού πήρα παραμάσχαλα ένα ντοσιέ, έφυγε δίχως δεύτερη κουβέντα για το γραφείο του προσωπάρχη.
Κτύπησε την πόρτα και με το που άκουσε εκείνο το ξερό «ναι», άνοιξε και μπήκε…
«Καλώς τον Αρχιμήδη… Κάθισε…», του είπε βγάζοντας τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και σβήνοντας το τσιγάρο του σ’ ένα μεγάλο τασάκι που είχε μπροστά του, όσο εκείνος διστακτικά πήγαινε να καθήσει στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο.
«Σας ακούω…», τόλμησε να του πει, με τον προσωπάρχη να του χαμογελάει.
«Η διοίκηση πήρε μια απόφαση και όπως καταλαβαίνεις, εγώ είμαι αυτός που πρέπει να σου το πω…»
Ο Αρχιμήδης αρκέστηκε στο να ξεροκαταπιεί και μέχρι εκεί. Τίποτα παραπάνω…
«Λοιπόν, για να μην το κουράζουμε το θέμα, αύριο φεύγεις…»
Στο «φεύγεις», ο Αρχιμήδης έχασε το φως του και μέχρι ο άλλος να βγάλει την επόμενη κουβέντα από το στόμα του, πήγε ίσα με δέκα φορές στον άλλο κόσμο!
«…φεύγεις και πας στην Λάρισα, να εκπροσωπήσεις την εταιρία σε ένα συνέδριο με θέματα γύρω από το πλάνο δράσης της δουλειάς μας. Βλέπεις ο γενικός λείπει και πρέπει κάποιος να τον αντικαταστήσει. Πιστεύουμε σε σένα και είμαστε σίγουροι ότι θα διαπρέψεις. Α, ακόμα να ξέρεις, όλα είναι πληρωμένα… Καλή επιτυχία…», συμπλήρωσε καθώς σηκώθηκε από τη θέση του και του έδωσε το χέρι, με τον Αρχιμήδη να μην πιστεύει αυτά που ακούει, αλλά μηχανικά να σηκώνεται, να τον χαιρετάει και χαμογελώντας να φεύγει.
Πετούσε στον ουρανό και το έδειχνε… Ήταν ευτυχισμένος.