assets_LARGE_t_420_4307340

Με ένα πλατύ χαμόγελο βγήκε από το γραφείο του και καμαρωτός – καμαρωτός, πήγε στο γραφείο του, κάνοντας νόημα στη Δημητρούλα να τον ακολουθήσει.

Κάθισε στην καρέκλα του, ρούφηξε μια γουλιά καφέ που εκείνη του είχε παραγγείλει και ανάβοντας τσιγάρο, αδιαφορώντας για τα νοήματα που του έκανε η κοπέλα να το σβήσει, ακούμπησε το σώμα του στην πλάτη της καρέκλας.

«Μη χολοσκάς μωρό μου… Έχεις πλέον απέναντί σου, ένα στέλεχος της εταιρίας. Έναν άνθρωπο που καλείτε να κάνει την εταιρία γνωστή και να μεταφέρει δια στόματός μου, τη φιλοσοφία της και σε άλλες περιοχές…»

«Σβήσε το τσιγάρο…», του είπε με εμμονή, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα πίσω μην τον δει κανένας, μα βλέποντας εκείνον ν’ αδιαφορεί… σταύρωσε τα χέρια και του παραδόθηκε!

«Σε ακούω λοιπόν…»

«Φεύγω για Λάρισα ώστε να εκπροσωπήσω την εταιρία σ’ ένα συνέδριο και να μεταφέρω το πλάνο δράσης, μιας και ο γενικός απουσιάζει… Πετάω μωρό μου. Και όταν γυρίσω, θα τους ζητήσω και αύξηση… μιας κι απ’ ότι βλέπεις, με έχουν ανάγκη…», πρόσθεσε και έσβησε το τσιγάρο του.

«Αρχι…», πρόλαβε να πει, με εκείνον όμως να της αφαιρεί το λόγο.

«Άσε με να συγκεντρώσω υλικό… και τα λέμε μετά. Θα φύγω νωρίτερα για να ετοιμαστώ…»

«Αρχιμήδη μαζέψου και προσγειώσου. Μια δουλειά σου ανέθεσαν… μην το κάνεις και θέμα!»

Ο Αρχιμήδης ήπιε μια γουλιά ακόμα καφέ και σήκωσε το φρύδι του.

«Καλά αυτός ο συντηρητισμός σου, έχει αρχίσει και μου τη δίνει. Μήπως ζηλεύεις; Μη το ένα, μη το άλλο… τι θες δηλαδή να με βάλεις στο βρακί σου και να μου δίνεις εντολές;», τη ρώτησε, μ’ εκείνη να θυμώνει και πετώντας του στο πρόσωπο, ένα φάκελο που άρπαξε πάνω από το γραφείο, να φεύγει… στολίζοντάς τον.

«Άντε πηδήξου, Αρχιμήδη…»

Εκείνος χαμογέλασε και ανάβοντας και δεύτερο τσιγάρο, άρχισε να σκαλίζει μια στοίβα από χαρτιά που είχε πάνω στο γραφείο του, με τη σκέψη του… ήδη να έχει φτάσει στη Λάρισα και να ρητορεύει!

«Προσγειώσου Αρχιμήδη…», του είπε και η θεία του όταν έφτασε στο σπίτι και της είπε να νέα, μα και τα όσα έγιναν με τη Δημητρούλα.

«Κανόνισε στο τέλος να τη χάσεις… Οι σημερινές γυναίκες δεν δέχονται και πολλά. Σου δίνουν τα παπούτσια στο χέρι, πριν προλάβεις να πεις τ’ όνομά τους…»

«Καλά – καλά, μη με ζαλίζεις τώρα σε παρακαλώ. Χέστηκα και αν η Δημητρούλα τσαντίστηκε. Πρέπει να καταλάβει κάποια στιγμή ποιος είμαι και ποιος κάνει κουμάντο… Δεν θα μου κόψει το δρόμο αυτή…», τόνισε με θυμό και άναψε τσιγάρο.

«Σταμάτα να λειτουργείς εκδικητικά στη σχέση σου. Όλες οι γυναίκες δεν είναι σαν τη μάνα σου και δεν σου φταίει η Δήμητρα σε τίποτα για να την μειώνεις. Άλλο η μάνα σου, άλλο η γκόμενά σου! Πρόσεχε, για να μην φτάσει τη ζωή σου να είναι ένα τσιγάρο δρόμος… Ζήσε την απλά και υπομονετικά…»