little-red-hood

Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός μεγάλου δάσους, ζούσε με τον μπαμπά της ένα όμορφο κοριτσάκι. Την έλεγαν Αριστεροσκουφίτσα επειδή φορούσε συνέχεια ένα κόκκινο σκουφάκι, μόνιμα γερμένο αριστερά, που της είχε χαρίσει η γιαγιά της, σε κάποιες απόκριες.

Μια μέρα ο μπαμπάς της ο κυρ Αλέκος, της είπε:

-Αριστεροσκουφίτσα μου η γιαγιά είναι άρρωστη. Πήγαινε να τη δεις και πάρε να της δώσεις αυτό το καλαθάκι που ετοίμασα, μαζί με αυτό το βιβλίο, που το λένε μνημόνιο. Πρόσεχε όμως γιατί στο δάσος ζει μια κακιά λύκαινα και είναι πολύ επικίνδυνη. Κοίτα να μη σε παραμυθιάσει!»

Η Αριστεροσκουφίτσα ξεκίνησε χαρούμενη για το σπίτι της γιαγιάς που ήταν στην άλλη άκρη του δάσους. Ξάφνου, ενώ μάζευε λουλούδια για τη γιαγιά της, πετάγεται μπροστά της η κακιά λύκαινα, η Εξουσία.

Η Αριστεροσκουφίτσα, ξεχνώντας τη συμβουλή του μπαμπά της, είπε χαρτί και καλαμάρι τα πάντα, σ’ εκείνη. Τι ετοιμάζει ο μπαμπάς της στο κόμμα, ποιο παραμύθι έχει μάθει απ’ έξω για να πει στον κόσμο, μέχρι και στο καλάθι της έδειξε τι είχε…

-Πάω αυτό το καλαθάκι στη γιαγιά μου, την Ιστορία… που είναι άρρωστη

Η λύκαινα κοίταξε την Αριστεροσκουφίτσα και αφού της είπε ότι θα της δώσει το μαγικό φίλτρο που θα την κάνει κυβερνήτη των λαών, ζήτησε να σιγουρέψει τα προαπαιτούμενα!!!

-Και που μένει η γιαγιά σου κοριτσάκι μου; Που θα πω να έρθει να σε πάρει η άμαξα για να σε πάει στο Μαξίμου;

Η Αριστεροσκουφίτσα χαρούμενη, της έδειξε προς τα πού ήταν το σπίτι της γιαγιάς και συνέχισε να μαζεύει λουλούδια, ενώ η λύκαινα έφυγε τρέχοντας.

Σε λίγο η λύκαινα είχε φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε δυνατά την πόρτα.

-Ποίος είναι; ρώτησε εκείνη.

Η λύκαινα, άλλαξε τη φωνή της και της απάντησε γλυκά:

-Είμαι η εγγονούλα σου και σου φέρνω ένα καλαθάκι από τον μπαμπά…

-Αχ, Αριστεροσκουφίτσα μου εσύ είσαι; Σπρώξε την πόρτα και έλα μέσα…, της είπε η γιαγιά.

Με μιας η λύκαινα μπήκε μέσα στο σπίτι και έκανε τη γιαγιά μια χαψιά! Έπειτα φόρεσε τη νυχτικιά της και χώθηκε κάτω από τις κουβέρτες για να περιμένει την Αριστεροσκουφίτσα.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και η Αριστεροσκουφίτσα, έφτασε στο σπίτι… έχοντας κάνει σχέδια για μεγάλα πράγματα. Για αλλαγές στην παιδεία, την οικονομία, τη δυστυχία και τη μιζέρια…

Είδε την πόρτα ανοιχτή, μπήκε μέσα στο σπίτι… χαιρέτησε τη γιαγιά της, αν και της φάνηκε λίγο διαφορετική όταν πλησίασε στο κρεβάτι…

-Γιαγιά γιατί έχεις τόσο μεγάλα νύχια;

-Για να εξοντώνω τους εχθρούς μου…

-Γιαγιά γιατί τα αφτιά σου είναι τόσο μεγάλα;

-Για να ακούω καλύτερα τα προβλήματα του κόσμου παιδάκι μου, της απάντησε η λύκαινα με πιο λεπτή φωνή.

-Γιαγιά γιατί το κεφάλι σου έχει αλλάξει σχήμα;

-Είναι από τις βλακείες που ακούω παιδάκι μου…

-Και το στόμα σου γιατί είναι τόσο μεγάλο;

-Για να σε φάω καλύτερα! Είπε και την έκανε μια χαψιά!

Σκασμένη η λύκαινα από το πολύ φαΐ, έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι και ναρκωμένη όπως ήταν, την πήρε ο ύπνος.

Για κακή της τύχη όμως, εκείνη την ώρα περνούσε έξω από το σπίτι ένας κυνηγός, που είδε την πόρτα ανοιχτή και ξέροντας ότι η Ιστορία περνούσε κρίση… μπήκε μέσα και βλέποντας τη λύκαινα Εξουσία στο κρεβάτι της γιαγιάς, κατάλαβε τι είχε γίνει…

Παίρνει λοιπόν ένα κοφτερό μαχαίρι και ανοίγει την κοιλιά της λύκαινας που έμοιαζε σαν κάλπη και έβγαλε από μέσα ένα μάτσο ψηφοδέλτια!!!

Προβληματισμένος ο κυνηγός, κάθισε σε μια καρέκλα και αφού πήρε μερικά στα χέρια του, άρχισε να διαβάζει:

«Είπες πολλά, δεν έκανες τίποτα. Μας πούλησες…»

«Πρόδωσες τα όνειρά μας, ποδοπάτησες τις ελπίδες μας…»

«Είσαι μικρός… άπειρος για μεγάλα προβλήματα. Μας πρόδωσες…»

«Ένας ακόμα ψεύτης στη ζωή μας…»

«Δεν θα γίνουμε κομπάρσοι… στο θέατρο που παίζεις…»

…και ξαφνικά εκεί που διάβαζε, είδε δυο σκιές να τον πλησιάζουν.

Ήταν η Αριστεροσκουφίτσα και η γιαγιά Ιστορία… με κατεβασμένο το κεφάλι, ανίκανες να τον κοιτάξουν στα μάτια!!!

-Τα είδατε τα χάλια σας… Αυτοί είστε στα μάτια του κόσμου… Ένας ξυπόλητος ηγέτης, που δεν σεβάστηκε την ιστορία ενός λαού και που συνεχίζει να γελοιοποιείται στην καρέκλα της εξουσίας. Μια Αριστεροσκουφίτσα σε παράκρουση!!!

Παύλος Ανδριάς